δημόσπογγοι

δημόσπογγοι
Ομοταξία σπόγγων που έχουν επίσης την ονομασία πηκτώδεις. Ανήκουν στον λευκώδη τύπο και διαθέτουν σφαιρικούς θαλάμους, επενδεδυμένους με χοανοκύτταρα.
* * *
οι ζωολ.
(λατ. demo spongiae) ομοταξία σπόγγων που περιλαμβάνει μορφές με σκελετό από πυριτικές βελόνες ή από σπογγίνη, είτε από συνδυασμό και τών δύο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπογγίλ(λ)η — η, Ν ζωολ. γένος ευρέως διαδεδομένων σπόγγων τού γλυκού νερού οι οποίοι ανήκουν στην οικογένεια σπογγιλίδες, τής ομοταξίας δημόσπογγοι, με 20 περίπου είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spongilla < λατ. spongia (< σπογγιά) + illa] …   Dictionary of Greek

  • χαλινός — ο, ΝΜΑ, και ετερκλ. τ. πληθ. χαλινά, τα, ΝΑ, και αιολ. τ. χάλιννος Α 1. τμήμα τής ιπποσκευής τοποθετούμενο στο κεφάλι τού αλόγου ή άλλου υποζυγίου, το οποίο αποτελείται από τις στομίδες, δηλαδή το υποστόμιο τής παραχαλινίδας και την στομίδα… …   Dictionary of Greek

  • σπόγγοι — Τα σφουγγάρια. Τύπος ασπόνδυλων με οργάνωση τόσο απλή, ώστε μερικοί ζωολόγοι τον περιλαμβάνουν σ’ ένα ειδικό υποβασίλειο των παραζώων, ενδιάμεσο μεταξύ των πρωτόζωων και των μετάζωων. Σχηματικά το σώμα των σ., που λέγονται και ποροφόρα, είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”