σπογγίλ(λ)η — η, Ν ζωολ. γένος ευρέως διαδεδομένων σπόγγων τού γλυκού νερού οι οποίοι ανήκουν στην οικογένεια σπογγιλίδες, τής ομοταξίας δημόσπογγοι, με 20 περίπου είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spongilla < λατ. spongia (< σπογγιά) + illa] … Dictionary of Greek
χαλινός — ο, ΝΜΑ, και ετερκλ. τ. πληθ. χαλινά, τα, ΝΑ, και αιολ. τ. χάλιννος Α 1. τμήμα τής ιπποσκευής τοποθετούμενο στο κεφάλι τού αλόγου ή άλλου υποζυγίου, το οποίο αποτελείται από τις στομίδες, δηλαδή το υποστόμιο τής παραχαλινίδας και την στομίδα… … Dictionary of Greek
σπόγγοι — Τα σφουγγάρια. Τύπος ασπόνδυλων με οργάνωση τόσο απλή, ώστε μερικοί ζωολόγοι τον περιλαμβάνουν σ’ ένα ειδικό υποβασίλειο των παραζώων, ενδιάμεσο μεταξύ των πρωτόζωων και των μετάζωων. Σχηματικά το σώμα των σ., που λέγονται και ποροφόρα, είναι… … Dictionary of Greek